φαλακρότης

From LSJ
Revision as of 09:59, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλακρότης Medium diacritics: φαλακρότης Low diacritics: φαλακρότης Capitals: ΦΑΛΑΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: phalakrótēs Transliteration B: phalakrotēs Transliteration C: falakrotis Beta Code: falakro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A baldness on the crown, opp. ἀναφαλαντίασις (in front), Arist. HA518a28.    II smoothness, φ. κεφαλῆς of a bone, Hp. Mochl.41.

German (Pape)

[Seite 1253] ἡ, die Kahlheit, Kahlköpfigkeit, kahler Kopf, Glatze, ἡ κατὰ κορυφὴν λειότης Arist. H. A. 3, 11, während ἀναφαλαντίασις die Kahlköpfigkeit über der Stirn des Vorderkopfes bedeutet, Plut. Galb. 13.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλακρότης: -ητος, ἡ, γυμνότης κατὰ τὴν κορυφήν, Λατιν. calvities, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀναφαλαντίασις, ἡ κατὰ τὸ βρέγμα γυμνότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 8. ΙΙ. λειότης, φ. τῆς κεφαλῆς, ἐπὶ ὀστοῦ, Ἱππ. Μοχλ. 866, πρβλ. περὶ Ἄρθρ. 827.