λειότης
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A smoothness,opp. τραχύτης, σπλάγχνων A.Pr.493; χαλινοῦ X.Eq.10.6sq.; κατόπτρων Pl.Ti.46c; of the skin, Id.Grg.465b: in plural, Id.Ti.65c, Arist.PA648b6.
2 of the voice or pronunciation, (φωνῆς) Id.GA 786b10, Demetr.Eloc.299; λ. ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.2.2; τῇ λ. δουλεύειν, of Isocrates, Phld.Rh.1.199 S. = D.H.Isoc.13.
German (Pape)
[Seite 24] ητος, ἡ, die Glätte, Ebenheit; σπλάγχνων Aesch. Prom. 491; κατόπτρων Plat. Tim. 46 c; Gegensatz τραχύτης 65 c, wo es im plur. steht; Folgende. – Von der Stimme, Arist. gen. an. 5, 7; von der Aussprache, Rhett.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
qualité de ce qui est lisse.
Étymologie: λεῖος.
Russian (Dvoretsky)
λειότης: ητος ἡ
1 гладкость, ровность (σπλάγχνων Aesch.; κατόπτρων Plat.);
2 нежность, приятность (τῆς φωνῆς Arst.; παρηγορία καὶ λ. Plut.);
3 безволосость (λ. κατὰ κορυφὴν φαλακρότης καλεῖται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λειότης: -ητος, ἡ, ὁμαλότης ἐπιφανείας, ἀντίθετ. τῷ τραχύτης, σπλάγχνων Αἰσχύλ. Πρ. 493· χαλινῶν Ξεν. Ἱππ. 10, 6, ἑξ.· κατόπτρων Πλάτ. Τίμ. 46C· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 65C, Γοργ. 165Β. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς ἢ τῆς προφορᾶς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 1, Δημήτρ. Φαλ. 299, Διον. Ἁλ. Ἰσοκρ. 13· λ. ὀνομάτων, Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 2. 2.
Greek Monotonic
λειότης: -ητος, ἡ, ομαλότητα (επιφάνειας), σε Αισχύλ., Ξεν., κ.λπ.
Middle Liddell
λειότης, ητος,
smoothness, Aesch., Xen., etc.