παρεγκεράννυμι
From LSJ
οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders
English (LSJ)
A mix in besides, in pf. part. Pass., Poll.3.86.
German (Pape)
[Seite 510] (s. κεράννυμι), daneben einmischen, Sp., παρεγκεκραμένον ἀργύριον Poll. 3, 86.
Greek (Liddell-Scott)
παρεγκεράννῠμι: ἐγκεράννυμι ἐν μέρει, ἐπὶ νομίσματος, παρεγκεκραμένον, τὸ μὴ καθαρὸν καὶ ἀμιγές, ἀλλὰ κίβδηλον, Πολυδ. Γ´, 86, Ψελλ.