παρεγκεράννυμι

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγκεράννῡμι Medium diacritics: παρεγκεράννυμι Low diacritics: παρεγκεράννυμι Capitals: ΠΑΡΕΓΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: parenkeránnymi Transliteration B: parenkerannymi Transliteration C: paregkerannymi Beta Code: paregkera/nnumi

English (LSJ)

mix in besides, in pf. part. Pass., Poll.3.86.

German (Pape)

[Seite 510] (s. κεράννυμι), daneben einmischen, Sp., παρεγκεκραμένον ἀργύριον Poll. 3, 86.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγκεράννῠμι: ἐγκεράννυμι ἐν μέρει, ἐπὶ νομίσματος, παρεγκεκραμένον, τὸ μὴ καθαρὸν καὶ ἀμιγές, ἀλλὰ κίβδηλον, Πολυδ. Γ´, 86, Ψελλ.

Greek Monolingual

Α
ανακατεύω επί πλέον, κάνω νέα προσθήκη στο αρχικό κράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγκεράννυμι «αναμιγνύω»].