σύγκλινος
From LSJ
Full diacritics: σύγκλῑνος | Medium diacritics: σύγκλινος | Low diacritics: σύγκλινος | Capitals: ΣΥΓΚΛΙΝΟΣ |
Transliteration A: sýnklinos | Transliteration B: synklinos | Transliteration C: sygklinos | Beta Code: su/gklinos |
ον,
A sharing one's couch,= συγκλίτης, Men.1070.
[Seite 968] ὁ, = συγκλίτης, Men. bei Poll. 6, 12.
σύγκλῑνος: -ον, ὁ μετέχων τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, = συγκλίτης, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 393.