διχοστατέω
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
(στῆναι)
A stand apart, disagree, ὄξος τ' ἄλειφά τ' . . διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις A.Ag. 323; δ. λάχη Id.Eu.386 (lyr.); λόγος S.Fr.867; δ. πρός τινα E.Med. 15, Pl.R.465b. II feel doubts, Alex.Aphr.Pr.Praef.
German (Pape)
[Seite 647] auseinander treten, sich veruneinigen, Aesch. Ag. 314; πρός τινα, Eur. Med. 15; λόγος Soph. frg. 746; Plat. Rep. V 465 b. Auch = mit sich selbst uneins, unentschlossen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχοστᾰτέω: (στῆναι) ἵσταμαι χωρίς, διαφωνῶ, διχοστατῶν λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. πρός τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. τρέφω ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.