ἀναδατέομαι

From LSJ
Revision as of 10:09, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδατέομαι Medium diacritics: ἀναδατέομαι Low diacritics: αναδατέομαι Capitals: ΑΝΑΔΑΤΕΟΜΑΙ
Transliteration A: anadatéomai Transliteration B: anadateomai Transliteration C: anadateomai Beta Code: a)nadate/omai

English (LSJ)

   A divide anew, redistribute, ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει αναδάσασθαι Th.5.4:—Pass., ἀναδαίομαι to be distributed, Orac. ap. Hdt.4.159: aor. -δασθείς Plu.Agis8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδατέομαι: (ἴδε δατέομαι), διαιρῶ ἐκ νέου, ἐκ νέου διανέμω, (πρβλ. ἀναδασμός), ὁ δῆμος τὴν γῆν ἐπενόει ἀναδάσασθαι Θουκ. 5. 4: ― Παθητ. δέ τις τύπος ἀναδαίομαι, διαμοιράζομαι, ἀπαντᾷ ἐν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 159· ἀόρ. -δασθεὶς Πλουτ. Ἆγις 8.