ἀναιδίζομαι
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A v.l. for ἀναιδεύομαι, Ar.Eq.397 ap.AB
German (Pape)
[Seite 189] B. A. 80, aus Ar. Equ., wo 396 ἀναιδεύομαι steht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιδίζομαι: ἀναιδέομαι, Ἀριστ. (Ἱππ. 397) ἐν Α. Β., ἀλλ. ἐν τῷ κειμένῳ ἀναιδεύεται.