κολάστρια
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ἡ, fem. of
A κολαστήρ, ῥάβδος Ezek.Exag.121.
German (Pape)
[Seite 1472] ἡ, fem. zu κολαστήρ, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
κολάστρια: ἡ, θηλ. τοῦ κολαστήρ, μεταγεν. Ποιητὴς παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 441D.