κολαστήρ
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
κολαστῆρος, ὁ, = κολαστής (chastiser, punisher), Arr.Fr.144J.: as adjective, στρατιῶται Eun.VSp.480 B.
German (Pape)
[Seite 1472] ῆρος, ὁ, = κολαστής, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κολαστήρ: ῆρος, ὁ, = κολαστής, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐναπ.
Greek Monolingual
κολαστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. κολάστειρα και κολάστρια (Α)
κολαστής, τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω + επίθημα -τήρ / -τῆρος (πρβλ. βλαστήρ, στεγαστήρ)].