προέλκω
From LSJ
English (LSJ)
A draw, drag forth, Ael.VH4.15: metaph., lead on, entice, τὸ μειράκιον εἰς πότον J.AJ15.3.3:—Med., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα having drawn it over his head, Sch.S.Aj.245: metaph., lead on, τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες ib.7.
German (Pape)
[Seite 719] (s. ἕλκω), vorziehen, Ael. V. H. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
προέλκω: μέλλ. -ελκύσω [ῠ], ἕλκω, σύρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.