ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: δρίμαι | Medium diacritics: δρίμαι | Low diacritics: δρίμαι | Capitals: ΔΡΙΜΑΙ |
Transliteration A: drímai | Transliteration B: drimai | Transliteration C: drimai | Beta Code: dri/mai |
ψῦχος, Hsch.
δρίμαι: ψῦχος, Ἡσύχ. (Ἡ συνήθεια ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς πέντε πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).