δρίμαι

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρίμαι Medium diacritics: δρίμαι Low diacritics: δρίμαι Capitals: ΔΡΙΜΑΙ
Transliteration A: drímai Transliteration B: drimai Transliteration C: drimai Beta Code: dri/mai

English (LSJ)

ψῦχος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δρίμαι: ψῦχος, Ἡσύχ. (Ἡ συνήθεια ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς πέντε πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).