κωνάω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
(
A κῶνος 11.3) spin a top: generally, = περιδινέω, Ar.Fr.520, Hsch., Phot., EM551.24. II (κῶνος 1.3) cover with pitch, IG11 (2).203 A33 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.366.23 (iii B.C.), Phot., Suid., EM551.22.
German (Pape)
[Seite 1545] 1) = κωνάζω, von Hesych. περιδινεῖν erkl.; nach E. M. στρέφειν, περιενεγκεῖν. – 2) verpichen, verkleben, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κωνάω: μέλλ. -ήσω, (κῶνος ΙΙ. 3) περιδινῶ ὡς κῶνον ἢ στρόβιλον, περιστρέφω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 439, Ἡσύχ., Φώτ., Ἐτυμ. Μέγ. 551. 24. ΙΙ. (κῶνος Ι. 3) ἐπιχρίω διὰ πίσσης, πισσώνω, Σουΐδ. Φώτ., Μέγ. Ἐτυμολ. 551, 22· πρβλ. περικωνέω. ― ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἀπαρ. ἀορ. κωνίσαι ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κωνίζω.