μονογόνατος
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
ον,
A made from a single joint, of a reed-pen, Edict.Diocl.18.12.
Greek (Liddell-Scott)
μονογόνατος: ὁ κατεσκευασμένος ἐκ τεμαχίου καλάμου ἔχοντος μόνον ἓν γόνυ, ἐπὶ γραφικοῦ καλάμου, Hell. J. 11, σ. 303.