θυμόεις
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
English (LSJ)
εσσα, εν,
A thymy, Choeril.8.
German (Pape)
[Seite 1223] εσσα, εν, voll Thymian, poet. bei Suid. v. μᾶσσον.
Greek (Liddell-Scott)
θῠμόεις: εσσα, εν, πλήρης θύμου, Χοιρίλ. ἐν Νäke Πονημ. 159, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. μᾶσσον.