νευρικός

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρικός Medium diacritics: νευρικός Low diacritics: νευρικός Capitals: ΝΕΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: neurikós Transliteration B: neurikos Transliteration C: nevrikos Beta Code: neuriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from contraction of the tendons, ν. καὶ ἀρθριτικοί Antyll. ap.Orib.9.11.2, cf. Gal.8.420.    2 of the disease itself, ν. διάθεσις OGI331.11 (Pergam., ii B.C.).    3 Adv. -κῶς like a tendon, Ruf. Syn.Puls.7.

Greek (Liddell-Scott)

νευρικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων, νοσῶν κατὰ τὰ νεῦρα, ἀγαθοὶ δὲ καὶ (οἱ παραθαλάττιοι τόποι) νευρικοῖς καὶ ἀρθριτικοῖς Ἄντυλλ. σελ. 229 Matth.· νευρικά, τά, τὰ νευρικὰ νοσήματα, Διοσκ. 1. 67. 2) νευρικόν, τό, ἔνδυμά τι στρατιωτικὸν ἐκ διπλοῦ πίλου, «κετσέ», κατεσκευασμένον καὶ φορούμενον περὶ τὸ στῆθος ἀντὶ θώρακος, Λέοντ. Τακτικ. 5, 4, καὶ 6, 8, κλ.