λουτροφόρος
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
ον,
A bringing water: παῖς, παρθένος λ. at Athens the boy or girl who, as next of kin to the bridegroom, fetched him water from the fountain Callirrhoe on his wedding day, Harp. s.v., Paus.2.10.4, Poll.3.43: hence λ. χλιδή marriageceremony, E.Ph.348 (lyr.). 2 as Subst., λουτροφόρος, ἡ, black urn placed on the tomb of an unmarried person, D.44.18,30, Poll.8.66; cf. λίβυς.
Greek (Liddell-Scott)
λουτροφόρος: -ον, ὁ φέρων ὕδωρ πρὸς λοῦσιν· (λουτρόν). - παῖς, παρθένος λ., ἐν Ἀθήναις, παῖς ἄρρην ἐγγύτατα συγγενὴς τοῦ γαμβροῦ, φέρων εἰς αὐτὸν ὕδωρ ἐκ τῆς κρήνης Καλλιρρόης κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ γάμου αὐτοῦ, πρβλ. Ἁρπ. ἐν λέξ., Παυσ. 2. 10, 4, Πολυδ. Γ΄, 43· ἐντεῦθεν λουτροφόρου χλιδῆς Εὐρ. Φοίν. 341. 2) ὡς οὐσιαστ., λουτροφόρος, ἡ, ἡ μέλαινα ὑδρία ἡ τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τάφου τῶν ἀγάμων, Δημ. 1086. 15., 1089. 23· «τῶν δ’ ἀγάμων λουτροφόρος τῷ μνήματι ἐφίστατο, κόρη ἀγγεῖον ἔχουσα ὑδροφόρον» Πολυδ. Η΄, 66, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 272· καλουμένη καὶ λιβύς, Ἡσύχ. Ἴδε Λεξικ. Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. βαλανεῖον.