ἀντιχορηγέω

From LSJ
Revision as of 10:24, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχορηγέω Medium diacritics: ἀντιχορηγέω Low diacritics: αντιχορηγέω Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: antichorēgéō Transliteration B: antichorēgeō Transliteration C: antichorigeo Beta Code: a)ntixorhge/w

English (LSJ)

   A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62.    II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.