ἀντιχορηγέω
English (LSJ)
A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62.
II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 ser corego rival And.4.42
•c. dat. rivalizar con uno en la coregía τῷ Διοκλεῖ D.21.62.
2 proporcionar a su vez τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.BI 2.584.
French (Bailly abrégé)
ἀντιχορηγῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.
German (Pape)
dagegen einen Chor ausrüsten, im Wetteifer mit einem Andern, Andoc. 4.42; τινί Dem. 21.62; Plut. Alc. 16.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχορηγέω: соперничать в хорегии (τινι Dem., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.
Greek Monotonic
ἀντιχορηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.
Middle Liddell
[from ἀντιχόρηγος
to be a rival choragus, τινί to another, Dem.