οἰνόγαλα
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ακτος, τό,
A milk mixed with wine, Hp.Mul.1.80 (v.l. ὀνείῳ γάλακτι), Epid.7.82.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόγᾰλα: ακτος, τό, γάλα μεμιγμένον μετ’ οἴνου, Ἱππ. 629. 51, 123Β· ὁ Cornarius ὄνου γάλα.