διαπλάσσω
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
Att. διαπλάττω,
A form, mould, ζῷα Ph.1.15; ὕλην, ἄρτον, σῶμα, Plu.2.427b, 401f, Him.Or.14.13; διανοήματα ῥυθμοῖς Jul.Or.2.78d: metaph., ἐπίνοια J.BJ7.8.1; δ. τῷ λόγῳ Ael.VH3.1:— Pass., τέτταρσι διαπλασθέντα προσώποις μῦθον AP9.542 (Crin.); δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Arist.GA740a36, cf. Epicur.Ep.2p.38U.: metaph., to be concocted, invented, PMonac.6.47 (vi A.D.). II plaster, πηλῷ Thphr.HP4.15.2. III Medic., reshape a broken nose, Heliod. ap. Orib.48.33.5, Gal.18(1).479.
German (Pape)
[Seite 595] (s. πλάσσω), durch-, ausbilden, gestalten; μῦθος διαπλασθεὶς τέτταρσι προσώποις Crinag. 47 (IX, 542); vgl. Diosc. 1 (XII, 37); διαγράψωμεν τῷ λόγῳ καὶ διαπλάσωμεν Ael. V. H. 3, 1; – bestreichen, πηλῷ, Theophr. – Bei Aerzten, wieder einrichten, einrenken.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλάσσω: Ἀττ. -ττω, διαμορφῶ, σχηματίζω, ζῷα Φίλων 1. 15· ὕλην, ἄρτους, κτλ., Πλούτ., κτλ.· μεταφ., δ. τῷ λόγῳ Αἰλ. Π. Ἱστ. 3. 1, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 542. ― Παθ., δ. τὰ μόρια [τοῦ ἐμβρύου] Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 4, 39. ΙΙ. ἐπιχρίω, πηλῷ Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 15, 2. ΙΙΙ. ὡς ἰατρ. ὅρος, ἀποκαθιστῶ ὀστοῦν κατεαγός, Γαλην. 12, 360.