ἀμφηγερέθομαι
From LSJ
English (LSJ)
Ep.
A = ἀμφαγείρομαι, ἀμφὶ δ' . . ἠγερέθοντο Od.17.34.
German (Pape)
[Seite 134] Hom. Od. 17, 33 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἄλλαι δμωαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο, sie sammelten sich herum.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφηγερέθομαι: Ἐπ., ἀντὶ ἀμφαγείρομαι, ἀμφὶ δ’ ἠγερέθοντο Ὀδ. Ρ. 34.