κρημνός

From LSJ
Revision as of 10:25, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρημνός Medium diacritics: κρημνός Low diacritics: κρημνός Capitals: ΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: krēmnós Transliteration B: krēmnos Transliteration C: krimnos Beta Code: krhmno/s

English (LSJ)

(A), ὁ, heterocl.pl. κρημνά, τά,

   A v.l. for κρημνούς in Eus. Mynd.63:—overhanging bank, in Hom. (only Il.) of the bank of a river, edge of a trench, 12.54, 21.175,234,244, cf. Pi.O.3.22; κ. θαλάσσας Id.Fr.201; κ. μαλακοί Arist.HA615b31; later, beetling cliff, crag, ἀπὸ τοῦ κ. ὠθέειν Hdt.4.103; ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν' Ar.Pl.69; κατὰ τῶν κ. ἅλλεσθαι down from the cliffs of Epipolae, Th.7.45; κατὰ κ. ῥιφέντες Pl.Lg.944a; οἱ K., the Screes, on the Sea of Azof, Hdt.4.20, 110.    2 in pl., edges of an ulcer, Hp.Loc.Hom.29.    3 labia pudendi, ib.47, Poll.2.174, Ruf.Onom.112.
κρημνός (B),

   A v. κριμνός.

Greek (Liddell-Scott)

κρημνός: ὁ, (κρεμάννυμι) ὡς καὶ νῦν, παρ᾿ Ὁμ. (ἐν Ἰλ.), συχν. ἐπὶ τῆς ἀνωφεροῦς ἢ ἀποτόμου ὄχθης ποταμοῦ, ἢ ἄκρας χαρακώματος, Μ. 54., Φ. 175, 234, 244· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 3. 39, Ἀποσπ. 215· ἀκολούθως, ἀπόκρημνος καὶ προέχων βράχος, ἀπορρὼξ πέτρα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου scopulis pendentibus), ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέειν Ἡρόδ. 4. 103· ἀναθεῖναι ἐπὶ κρημνόν τιν᾿ Ἀριστοφ. Πλ. 69· κατὰ τῶν κρημνῶν ἅλλεσθαι, ἀπὸ τῶν κρημνῶν κάτω, ἐπὶ τῶν Ἐπιπολῶν, Θουκ. 7. 45· κατὰ κρημνῶν ῥιφέντες Πλάτ. Νόμ. 944Α· τὸ πτηνὸν ὁ μελισσοφάγος (μέροψ) κτίζει τὴν φωλεάν του εἰς κρημνοὺς μαλακούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 3. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ χείλη ἢ ἄκρα πληγῆς, Ἱππ. 418. 44. 3) τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου, labia pudenti, Ἱππ. 423, 27 κἑξ., «τὰ ἑκατέρωθεν (τῆς κλειτορίδος) σαρκώδη μυρτοχειλίδες ἢ κρημνοὶ ἢ πτερυγώματα» Πολυδ. Βʹ, 174.