βαρύδουπος
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English (LSJ)
ον,
A = βαρύγδουπος (q.v.), Mosch.2.120; θρῆνος Epigr.Gr.344.13.
German (Pape)
[Seite 433] schwer, dumpf tosend, Mosch. 2. 116; Nonn.; Coluth. 55; s. βαρύγδουπος.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύδουπος: -ον, = βαρύγδουπος, (ὅ ἴδε), Μόσχ. 2. 116, Μουσαῖ., κτλ· θρῆνος Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 344. 13.