νεουργέω
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
A invent new things, f.l. in Alciphr.3.51.
German (Pape)
[Seite 245] neu machen, erneuern, Sp., die auch davon νεούργημα bilden.
Greek (Liddell-Scott)
νεουργέω: ποιῶ τι νέον, ἀνακαινίζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 357, Ἀλκίφρ. 3. 52.