καπηλεῖον
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
English (LSJ)
τό,
A shop of a κάπηλος, freq. of a tavern, Com.Adesp.493 (in a parody of Sophocles), Ar.Lys.427, Ec.154, Lys.1.24, Eub.80, Isoc.7.49, cf. Theopomp. Hist. 65, Tab.Defix.87 (iv B. C.), Ἀρχ. Ἐφ.1923.39 (pl., Orop., iv B. C.), PTeb.43.18 (ii B. C.), POxy.2109.11 (iii A. D.): pl., καπηλεῖα, τά (prob. l. for κάπηλα), the meat-market at Tarentum, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1322] τό, der Laden eines κάπηλος, Kramladen, bes. Weinschank; Ar. Eccl. 154; Lys. 1, 24; Isocr. 7, 49; Hermipp. Poll. 7, 194; Luc. Nigr. 25; ἐν τοῖς καπηλείοις καὶ τοῖς πανδοκείοις ἀεὶ διαιτᾶται Ath. XIII, 566 f. S. καπήλιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰπηλεῖον: τό, τὸ ἐργαστήριον καπήλου, ἐν ᾧ ἐπώλουν, ὡς καὶ νῦν ἐν τοῖς παντοπωλείοις, οὐ μόνον οἶνον, ἀλλὰ καὶ τροφὰς καὶ παντοῖα ἄλλα πράγματα, Λατ. caupona, Σοφ. Ἀποσπ. Λυς. 427, Ἐκκλ. 154, Λυσίας 94. 5. Ἰσοκρ. 149 D. Ἡ λέξις διετηρήθη μέχρι σήμερον, ἀλλὰ νῦν κυρίως σημαίνει οἰνοπωλεῖον καὶ οίνοπνευματοπωλεῖον.