ἀξιοπιστία
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
ἡ,
A trustworthiness, Hipparch.1.1.7, Phld.Rh.1.45S., D.S.1.23, Longin. 16.2, etc. 2 plausibility, J.BJ1.32.2; credibility, Alex.Fig.1.17.
German (Pape)
[Seite 270] ἡ, Glaubwürdigkeit, D. Sic. 1, 23; Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοπιστία: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀξιόπιστον, Διόδ. 1. 23. 2) τὸ φαίνεσθαι ἀξιόπιστον, τὸ εὐλογοφανές, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 2.