ἡμιφάριον
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
[ᾱ], τό, (φᾶρος)
A half-robe, Aristaenet.1.4, Suid., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1171] τό, Halbkleid, Aristaen. 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιφάριον: τό, (φᾶρος) ἥμισυ ἱματίου, Ἀρισταίν. 1.4, Σουΐδ., Ἡσύχ.· φέρεται δὲ ἡμιφόριον παρὰ Φωτίῳ.