σχινέλαιον
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
τό,
A mastich oil, made from the berries of the σχῖνος 1, Dsc.1.41 (in lemmate), Suid.
German (Pape)
[Seite 1056] τό, Mastixöl, aus den Beeren des σχῖνος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σχῑνέλαιον: τό, σχίνινον ἔλαιον, ἔλαιον κατασκευαζόμενον ἐκ τοῦ πεπείρου καρποῦ τοῦ σχίνου, Διοσκ. 1. 50 (ἐν τῷ λήματι, δηλ. τῷ τίτλῳ), Σουΐδ.