ὑπομέμφομαι
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
A blame a little or secretly, Plu.Cat.Mi.15, Nonn.D.15.289, etc.
German (Pape)
[Seite 1225] ein wenig, versteckt tadeln, Plut. Cat. min. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομέμφομαι: ἀποθ., μέμφομαι ὀλίγον ἢ κρυφίως, ψέγω, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 15, Νόνν., κλπ.