γληχωνίτης
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
οἶνος, ὁ, wine
A prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.
Greek (Liddell-Scott)
γληχωνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος μὲ γλήχωνα, Γεωπ. 8, 7.