διόρθωμα

From LSJ
Revision as of 10:46, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_22)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόρθωμα Medium diacritics: διόρθωμα Low diacritics: διόρθωμα Capitals: ΔΙΟΡΘΩΜΑ
Transliteration A: diórthōma Transliteration B: diorthōma Transliteration C: diorthoma Beta Code: dio/rqwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A making straight, setting right, Hp.Art.33 (pl.); instrument or means of setting right, δ. τι ἐντιθέναι εἰς . . ib.37; means of correction, Arist.Pol.1284b20.    II amendment, Plu.Num.17; revision, νόμου PRev.Laws 57.1 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 635] τό, Berichtigung, Verbesserung. Arist. pol. 3. 13; τὸ περὶ τὸν νόμον Plut. Num. 17.

Greek (Liddell-Scott)

διόρθωμα: τό, τὸ διορθοῦσθαι, τακτοποίησις, Ἱππ. Ἄρθρ. 799· ὄργανονμέσον πρὸς διόρθωσιν, δ. τι ἐντιθέναι εἰς…, αὐτόθι 802. ΙΙ. διόρθωσις σφάλματος, τροποποίησις, βελτίωσις, Ἀριστ. Πολ. 3. 13, 23, Πλούτ. Νουμ. 17.