ἀνεπιβασία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, (ἀ- priv.)
A prohibition of traffic or intercourse, IG4.752.6 (Troezen), Heraclit.Ep.9.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιβασία: ἡ, τὸ ἀνεπίβατον, τὸ ἀπρόσιτον, Ἡρακλ. Ἐπιστ. ἐν σημ. Βοασσ. εἰς Εὐνάπ. σ. 430.