παλίνορτος

From LSJ
Revision as of 10:47, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνορτος Medium diacritics: παλίνορτος Low diacritics: παλίνορτος Capitals: ΠΑΛΙΝΟΡΤΟΣ
Transliteration A: palínortos Transliteration B: palinortos Transliteration C: palinortos Beta Code: pali/nortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμι)

   A recurring, inveterate, μῆνις A.Ag.154(lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] nach E. M. die eigentliche etymologisch richtige Form für das Vorige, ὁ πάλιν ὡρμημένος erkl., u. so steht Aesch. Ag. 153 παλίνορτος οἰκονόμος μῆνις, wo Schütz παλίνορσος ändert.

Greek (Liddell-Scott)

παλίνορτος: -ον, ὁ ἐξ ὑστέρου ὁρμώμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 154 πρβλ. παλίγκοτος· - περὶ τοῦ τύπου, πρβλ. θέορτος.