ἱάραξ
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
English (LSJ)
Dor. for ἱέραξ, Hsch., perh. to be read in Epich.68.
Greek (Liddell-Scott)
ἱάραξ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἱέραξ, Ahr. Δωρ. Διάλ. § 16.