δυσκέραστος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: δυσκέραστος | Medium diacritics: δυσκέραστος | Low diacritics: δυσκέραστος | Capitals: ΔΥΣΚΕΡΑΣΤΟΣ |
Transliteration A: dyskérastos | Transliteration B: dyskerastos | Transliteration C: dyskerastos | Beta Code: duske/rastos |
ον,
A hard to temper, φύσις πρὸς τὸ πιθανὸν δ. Plu.Dio 52; δύσμικτα καὶ δ. Id.2.754c.
[Seite 682] schwer zu mischen, zu vereinigen, πρός τι, Plut. Dion. 52.
δυσκέραστος: -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.