κεραμουργός
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
ὁ,
A = κεραμοποιός, PPetr.3p.173 (iii B.C.), Man.4.291, Cat.Cod.Astr.8(4).213.
German (Pape)
[Seite 1420] = κεραμοποιός, Maneth. 4, 291.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμουργός: ὁ, (ἔργω) = κεραμοποιός, Μανέθ. 4 291.