ἀρίς
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[ᾰ], ίδος, ἡ,
A bow-drill, Hp.Art.12, Call.Com.16, Apollod.Poliorc. 148.7,AP6.103 (Phil.), 205 (Leon.), Heliod. (?)ap.Orib.46.11.7. II = φράκτης, shrine, Procop.Aed.2.3. III = δρακοντία μικρά, Ps.-Dsc.2.167, Gal.19.85, PMag.Par.1.2308. 2 = sq., Plin.HN24.151.
German (Pape)
[Seite 351] ίδος, ἡ (ἄρω), ein Werkzeug der Zimmerleute, im plur. unter den τέκτονος ἄρμενα Leon. Tar. 4 (VI, 205); γυρὰς ἀμφιδέτους ἀρίδας Philp. 15 (VI, 103), wohl nach Art der großen Bohrer, wofür auch spricht, daß sie mit einem Riemen gezogen werden, der selbst auch ἀρίς heißt, Hippocr.; vgl. Call. com. Poll. 7, 113.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίς: ἀρίδος, ἡ, τεκτονικὸν ἐργαλεῖον, τρύπανον, κοινῶς «ἀρίδα» καὶ «τρυπάνι» Ἱππ. π. Ἄρθρ. 789, Καλλίας ἐν «Πεδήταις» 5 (Πολυδ. Ζ΄, 113), Ἀπολλοδ. Πολ. 18C, Ἀνθ. Π. 6. 103, 205· πρβλ. φράκτης.