γονορρυής
From LSJ
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
ές,
A = γονορροϊκός, LXX Le.15.4, al., Ph.1.88.
Greek (Liddell-Scott)
γονορρῠής: -ές, = γονόρροιος, Ἑβδ.