πρόσταγμα

From LSJ
Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσταγμα Medium diacritics: πρόσταγμα Low diacritics: πρόσταγμα Capitals: ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ
Transliteration A: próstagma Transliteration B: prostagma Transliteration C: prostagma Beta Code: pro/stagma

English (LSJ)

ατος, Dor. ποτίταγμα SIG569.28 (Cos, iii B.C.): τό: (προστάσσω):—

   A ordinance, command, Pl.R.423c, al., Isoc.4.176, etc.; ἐκ προστάγματος D.17. 16; κατὰ πρόσταγμα D.S.14.41, cf. OGI225.37 (Didyma, iii B.C.), PEnteux.6.11, al. (iii B.C.), PTeb.5.206 (ii B.C., pl.), UPZ112 i 7 (ii B.C., pl.), etc.; κατὰ τὸ π. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν by his prescription, Arist.EN1119b13, cf. PCair.Zen.426.7 (iii B.C.), Ael.VH9.23; = Lat. edictum, OGI665.3 (Egypt, i A.D.), etc.    2 order to pay or deliver, PCair.Zen.8.3, 375.8 (iii B.C.).    II military command, as division of the army, ὑπηρέτης προστάγματος PRein.15.30 (ii B.C.), unless an error for τάγματος.

German (Pape)

[Seite 780] τό, Anordnung, Befehl; τοῦτο ἄλλο πρόσταγμα τοῖς φύλαξι προστάξομεν, Plat. Rep. IV, 423 c, u. öfter, Isocr. 4, 176; Dem. u. Folgde, wie Pol. 1, 31, 7.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσταγμα: τό, (προστάσσω) ὡς καὶ νῦν, προσταγή, Πλάτ. Πολ. 423C κ. ἀλλ., Ἰσοκρ. 77D, κτλ.· ἐκ προστάγματος Δημ. 216. 11· κατὰ πρόσταγμα Διόδ. 14. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 2301, 2305· κατὰ τὸ πρ. τοῦ παιδαγωγοῦ ζῆν, κατὰ τὰς ὁδηγίας καὶ διατάξεις αὐτοῦ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 12, 8, πρβλ. Αἰλ. Ποιητ. Ἱστ. 9. 23.