ἡμικόγγιον
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
τό,
A half-congius, Dsc. ap. Gal.19.776.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, ein halber congius, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικόγγιον: τό, ὁ ἥμισυς κόγγιος, Διοσκ. παρὰ Γαλην. 13. 984.