ἔμπτωσις
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
εως, ἡ,
A falling into, Corn.ND22: generally, falling, [καρπῶν] Cat.Cod.Astr.7.186. 2 falling upon, pressure, D.H.9.23. 3 incidence, impact, εἰδώλων Epicur.Sent.Vat.24, Cic.Att.2.3.2 (pl.); τοῦ ἡλίου εἰς τὰ νέφη Placit.3.2.10. 4 propensity, διανοίας Onos.1.11. 5 reduction of dislocation, Gal.18(1).325. 6 inundation of the Nile, Heph.Astr.1.21.
German (Pape)
[Seite 818] ἡ, das Hineinfallen, der Anfall, D. Hal. 9, 23 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπτωσις: -εως, ἡ, τὸ πίπτειν ἐντός τινος, Εὐστ. Πονημάτ. 297. 10. ΙΙ. τὸ ἐπιπίπτειν κατά τινος, πίεσις, Διον. Ἁλ. 9. 23. 2) πρόσπτωσις, ὁρᾶν δ’ ἡμᾶς κατ’ εἰδώλων ἐμπτώσεις Διογ. Λ. 944.