πίεσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, squeezing, compression, Arist.PA687b11 (pl.), Mete.387a16; pinching, ποδῶν Aret.CA1.2; pressure, close contact, Gal.18(2).398.
German (Pape)
[Seite 613] ὴ, das Drücken, Pressen, Arist. partt. an. 4, 10; vgl. πίεξις.
Greek (Liddell-Scott)
πίεσις: -εως, ἡ, (πιέζω) ὡς καὶ νῦν, τὸ πιέζειν, σφίξιμον, αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων καλῶς ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 25, Μετεωρ. 4. 9, 23· πρβλ. πίεξις.