δειλία
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ἡ,
A timidity, cowardice, Hdt.1.37, S.OT536, etc.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.8.26; δειλίας ὀφλεῖν (sc. δίκην) And.1.74; ἔνοχος δειλίας (sc. δίκῃ) Lys.1.45; opp. ἀνδρεία, θρασύτης, Pl.Lg.648b, Ti.87a. II misery, Procop.Goth.4.32.
German (Pape)
[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Feigheit, Thuc. 1, 112; Plat. Prot. 360 c; Ggstz ἀνδρία u. θρασύτης, Tim. 87 a Legg. I, 648 b.
Greek (Liddell-Scott)
δειλία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις δειλός, φόβος, ἀνανδρία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην ὀφλεῖν, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας ὀφλεῖν (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· ἔνοχος δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ ἀνδρεία Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9.