ἱππωνία
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A buying of horses, Id.Eq.Mag.1.12 (with v.l. ἱππωνεία, which is found in codd. of Eq.1.1,3.1), Poll.1.182. II tax on sale of horses, SIG4 (Cyzicus, vi B.C.).
German (Pape)
[Seite 1262] ἡ, = ἱππωνεία, Poll. 1, 182.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππωνία: ἡ, τὸ ὠνεῖσθαι, ἀγοράζειν ἵππους, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 12, Ἱππ. 1, 1., 3. 1, Πολυδ. Α΄, 182. - τὸ ἱππωνεία εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.