ἐντολεύς
From LSJ
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = ἐντολικάριος, agent, representative, Cod.Just.4.20.16.1, PGrenf.1.62.8 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐντολεύς: ὁ, (ἐντέλλομαι) ὁ διδοὺς ἐντολὴν καὶ μετωνυμικῶς, = ἐντολή, τὸν ἐντολέα τοῦ νόμου κυρίου Διαθ. τῶν 12 Πατρ. σ. 690, ἔκδ. Φαβρ. 2) ἐπίτροπος, προκουράτωρ, Ἰουστινιαν. Κῶδ. 3. 2, 4 § α΄. 10, 11, 8, § η΄.