ἑκοντήν
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
Adv. = foreg., Theognost. Can.161.24, Arr. ap. Suid., SIG880.48 (Pizus). —The remark of Phryn. I (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ' ἐθελοντήν) refers not to this Adv., but to a Noun ἑκοντής, οῠ, ὁ, used by Epict.Gnom.67 ;
A ἑαυτὸν ἑκοντὴν παρέχων IPE12.40.21 (Olbia, ii/iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκοντήν: ἐπίρρ. = τῷ προηγ., Θεογν. Κανόνες ἐν Ὀξ. Ἀν. τ. 2. σ. 161. 24, Ἀρριαν. παρὰ Σουΐδ., Ἐπιγραφ. Βοσπ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2059. 20. - Ἡ παρατήρησις τοῦ Φρυν. σ. 4 (ἑκοντὴν οὐ χρὴ λέγειν, ἀλλ’ ἐθελοντὴν) ἀναφέρεται οὐχὶ εἰς τοῦτο τὸ ἐπίρρ., ἀλλ’ εἰς τὸ ὄνομα ἑκοντής, οῦ, ὁ, ὅπερ μεταχειρίζεται ὁ Ἐπίκτητ. Ἀποσπ. 88, καί τινες μεταγεν. συγγραφεῖς.