βουλευμάτιον
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.100.
German (Pape)
[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.