βουλευμάτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of βούλευμα, Ar. Eq. 100.
Spanish (DGE)
-ου, τό dim. de βούλευμα planecito Ar.Eq.100.
German (Pape)
[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλευμάτιον -ου, τό, demin. van βούλευμα, plannetje.
Russian (Dvoretsky)
βουλευμάτιον: τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.
Greek Monolingual
βουλευμάτιον, το (Α) βούλευμα
βούλευμα.
Greek Monotonic
βουλευμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.